αγερολάμνω

αγερολάμνω
βλ. αερολάμνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγερολάμνω — αμτβ., πετώ στον αέρα κουνώντας τα φτερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αερολάμνω — και αγερολάμνω λάμνω, κωπηλατώ, πετώ στον αέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”